ανακαΐλα
Смотреть что такое "ανακαΐλα" в других словарях:
ανακαψίλα — η ανακαΐλα, ανακαούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καψίλα] … Dictionary of Greek
ανακαούρα — ανακαούρα, η και ανακαΐλα, η και ανάκαψη, η δυσάρεστο αίσθημα στο φάρυγγα: Από το πρωί σήμερα έχω ανακαούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)